- ἀποθλίβοντα
- ἀποθλί̱βοντα , ἀποθλίβωsqueeze outpres part act neut nom/voc/acc plἀποθλί̱βοντα , ἀποθλίβωsqueeze outpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοιρόθλιψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (σε σχολιαστή τού Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)] … Dictionary of Greek